Το έργο οργανώνεται σύμφωνα με τη λογική της διάσπαρτης κατοίκησης, σε ανάπτυξη μετωπική, με μικρές επιμέρους δομές που ενοποιούνται γύρω από έναν κοινό υπαίθριο πυρήνα. Η αρχιτεκτονική αυτή διάταξη, γνώριμη στην Άνδρο έως και τον 19ο αιώνα, αναβιώνει δημιουργικά στο παρόν. Η μικρή κύρια κατοικία και οι δύο ξενώνες συνδέονται μέσω ημιυπαίθριων κατασκευών — τοιχία, πέργκολες, εσοχές — διαμορφώνοντας ένα σύνολο που αναπτύσσεται αρμονικά γύρω από μια κυκλική αυλή. Η αυλή αυτή αποτελεί σαφή αναφορά στο παραδοσιακό αλώνι: τον κυκλικό, ανοιχτό χώρο που εξυπηρετούσε την αγροτική καθημερινότητα του παρελθόντος.
Τα κτίρια διατηρούν μεταξύ τους μια ισορροπία συνύπαρξης και διακριτικότητας, προστατεύοντας τη θέα και την ιδιωτικότητα χωρίς απομόνωση.
Η σύνθεση λειτουργεί βιοκλιματικά, αξιοποιώντας τον κατάλληλο προσανατολισμό και ήπιες τεχνολογίες. Επιτυγχάνεται έτσι μερική ενεργειακή αυτονομία και προσαρμογή στις τοπικές κλιματικές συνθήκες. Η γύρω βλάστηση – χαμηλή, ανθεκτική, χαρακτηριστική της ανδριώτικης γης – λειτουργεί ως φυσικό φίλτρο, αλλάζει χρώμα και υφή μέσα στην ημέρα, όπως και τα ίδια τα υλικά του κτίσματος, που αντανακλούν το φως και το χρόνο.
Το κτίριο αναδύεται από το τοπίο, συνεχίζει το φυσικό ανάγλυφο, δεν επιβάλλεται. Η σύνδεση με τη γη επιτυγχάνεται με τη χρήση του φυσικού βράχου που διατρέχει το κτίσμα, με τις στέγες που ακολουθούν τις καμπύλες του λόφου, με την ανεμπόδιστη θέα προς τη χαράδρα και το απέναντι βουνό. Το όριο μεταξύ φυσικού και τεχνητού θολώνει υπέρ της ενσωμάτωσης.
Στην καρδιά του υπαίθριου χώρου, η κυκλική αυλή φιλοξενεί μία γραμμική πισίνα σε σχήμα Γ, χτιστά καθιστικά και ανοιχτές επιφάνειες για εναλλασσόμενες χρήσεις. Κάτω από την επιφάνεια της πισίνας έχει διαμορφωθεί στέρνα συλλογής όμβριων (στέρνα), μέσω συστήματος αποστράγγισης και αποθήκευσης νερού.
Η εσωτερική οργάνωση της κύριας κατοικίας βασίζεται στη διαφάνεια και τη ρευστότητα: ο ενιαίος χώρος διαβίωσης συνδέεται με το υπνοδωμάτιο και το λουτρό μέσω διαδρόμου με μεγάλες υαλώσεις, που επιτρέπουν το φως να διαχέεται και διαμορφώνουν έναν προστατευμένο πίσω αύλειο χώρο — δροσερό, κατάλληλο για ανάπαυση. Σε όλα τα δωμάτια, η μετάβαση προς το ύπαιθρο πραγματοποιείται μέσα από ημιυπαίθριες ζώνες, που επεκτείνουν τη ζωή έξω από τα όρια του κελύφους, προσφέροντας σκίαση, προστασία και καθημερινή επαφή με το τοπίο.
Το εσωτερικό χαρακτηρίζεται από λιτότητα και λειτουργικότητα: ενσωματωμένες κατασκευές, παραδοσιακές κόγχες, ελάχιστα έπιπλα με οικογενειακή καταγωγή — όλα συγκροτούν ένα ήσυχο, γλυπτικό περιβάλλον με προσωπικότητα χωρίς επιτήδευση.
Αντί για βιομηχανοποιημένα υλικά αστικής προέλευσης, χρησιμοποιούνται φυσικά, ακατέργαστα, αισθησιακά υλικά με υφές που εναρμονίζονται με την ανομοιογένεια του εδάφους. Η παραμικρή ατέλεια λειτουργεί ως αφήγηση. Η επανάχρηση στοιχείων του τοπίου ενισχύει τη σύνδεση με αυτό και ενδυναμώνει τη βιωματική ένταξη της κατοίκησης στο περιβάλλον της.
Η αρχιτεκτονική εστιάζει στη ζωή έξω από τους τοίχους, στη σχέση με τον τόπο και στον χρόνο που κυλά και αφήνει ίχνη πάνω στα υλικά, στο φως, στις κινήσεις.